προϋπερβατικός

προϋπερβατικός
-ή, -όν, Α
αυτός που προϋπήρχε στον υπερβατικό κόσμο, που ήταν πέρα από τα όρια τής ανθρώπινης λογικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ὑπερβαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”